θεατροκρατία
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ἡ,
A rule exercised by the spectators in a theatre, Pl.Lg.701a.
German (Pape)
[Seite 1190] ἡ, Theaterherrschaft (Herrschaft der Zuschauer im Urtheil über ein Drama), Ggstz ἀριστοκρατία, Plat. Legg. III, 701 a.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροκρᾰτία: ἡ, κράτος τῶν θεατῶν, ἀπόλυτος ἐξουσία τῶν θεατῶν ἐν θεάτρῳ, Πλάτ. Νόμ. 701Α, σχηματισθὲν ὡς τὸ ὀχλοκρατία, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 525.
Greek Monolingual
θεατροκρατία, ἡ (Α)
το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή της γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -κρατία < -κρατής < κράτος, πρβλ. δημο-κρατία. λαο-κρατία].