κορακιστί

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκιστί: Ἐπίρρ., κατὰ τρόπον κόρακος, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

κορακιστί (Α)
επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ-ιστί, ελλην-ιστί)].