ἐπεισπλέω
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
A sail in after, Th.6.2, X.HG 1.1.5; θύννων . . ἐπεισέπλει ὑπογάστρι' Eub.37. II sail against, attack, Th.4.13.
German (Pape)
[Seite 912] (s. πλέω), noch dazu hineinschiffen, Thuc. 6, 2; zum Angriff, 4, 13; Xen. Hell. 1, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπλέω: καὶ ἐπεσπλ-: μέλλ. -πλεύσομαι καὶ -πλευσοῦμαι, εἰσπλέω μετ’ ἄλλους εἴς τινα τόπον, Θουκ. 6. 2· Ἀλκιβιάδης ἐπεισπλεῖ Ξεν. Ἑλλην. 1. 1, 5· μεταφ., μετὰ ταῦτα θύννων... ἐπεισέπλει ὑπογάστρι’ ὀπτῶν Εὔβουλ. ἐν «Ἴωνι» 2. II. εἰσπλέω που ἐναντίον τινὸς ὅπως ἐπιτεθῶ κατ’ αὐτοῦ, ὡς αὐτοὶ ἐπεσπλευσούμενοι Θουκ. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
anc. att. ἐπεσπλέω;
f. ἐπεισπλευσοῦμαι;
1 survenir avec une flotte ou un navire;
2 faire voile contre, attaquer.
Étymologie: ἐπί, εἰσπλέω.