καρτεραίχμης
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
καρτερ-αύχην,
A v. κρατερ-.
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
καρτεραίχμης: -αύχην, ἴδε ἐν λ. κρατεραίχμης, κρατεραύχην.
Greek Monolingual
καρτεραίχμης, ὁ (Α)
κρατεραίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -αίχμης (< αἰχμή)].