μύθαρχοι

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

German (Pape)

[Seite 214] οἱ, nach Hesych. Häupter der Faktion, Parteianführer, s. μυθητής.

Greek (Liddell-Scott)

μύθαρχοι: «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύθαρχοι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἱ προεστῶτες τῶν στάσεων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος «στάση, επανάσταση» + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. μυθιήτης.