πυράμινος
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,
A wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.
German (Pape)
[Seite 820] poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριθάμινος.
Greek (Liddell-Scott)
πῡράμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ πύρινος, ὡς τὸ κριθάμινος ἀντὶ κρίθινος, ὁ ἐκ σίτου, σίτινος, ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.
Greek Monolingual
και σπυράμενος, -η, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί του πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ-άμινος, σησ-άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)].