λειοκύμων
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
[ῡ], ον, gen. ονος,
A having low waves, θάλαττα λ. Luc.VH2.4, Scyth.11.
German (Pape)
[Seite 24] ον, mit glatten Wellen, ruhiger Oberfläche, θάλασσα, Luc. V. H. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
λειοκύμων: [ῡ], -ον, γαλήνιος, θάλαττα λ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux flots unis, calmes.
Étymologie: λεῖος, κῦμα.