ὀκνηρός
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ά, όν,
A shrinking, timid, ἐλπίδες -ότεραι Pi.N.11.22 ; ἀσθενέας καὶ ὀ. Hp.Acut.28 ; -ότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Antipho 2.3.5 ; ἐς τὰ πολεμικὰ -ότεροι Th.4.55, cf. 1.142 ; esp. from fear, opp. τολμηρός, D.25.24 ; τὸ θῆλυ -ότερον Arist.HA608b13. Adv. -ρῶς reluctantly, X.An.7.1.7 ; ὀ. διακεῖσθαι D.10.28 : Comp. -ότερον X.Cyr.1.4.6. 2 idle, sluggish, Hierocl.Facet.211, al. II of things, causing fear, vexatious, troublesome, ἡμῖν μὲν . . ταῦτ' ὀκνηρά S.OT834.
German (Pape)
[Seite 316] saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προσιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem τολμηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem θρασύς, Luc. Nigr. A.; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρός: -ά, -όν, (ὄκνος) διστάζων, μὴ ἀποτολμῶν, δειλός, ὀκνηρός, ὡς και νῦν, Πινδ. Ν. 11. 28· ἀσθενὴς καὶ ὀκν. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388 ὀκνηρότερος ἐς τὴν πρᾶξιν Ἀντιφῶν 118. 24· ἐς τὰ πολεμικὰ Θουκ. 4. 55, πρβλ. 1. 142· ἰδίως ἐκ φόβου, ἀντίθετ., τῷ τολμηρός, θρασύς, Δημ. 777. 5· τὸ θῆλυ ὀκνηρότερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7 - Ἐπίρρ. ὀκνηρῶς. Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7· ὀκν. διακεῖσθαι Δημ. 138. 24· συγκρ. -ότερον, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 4, 6. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἐμποιῶν φόβον, ἐνοχλητικός, ὀχληρός, ἡμῖν μὲν ... ταῦτ’ ὀκνηρὰ Σοφ. Ο. Τ. 834. [˘οκν-, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεόκρ. 24. 35].
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
lent, d’où
1 craintif, timide εἴς τι, pour faire qch;
2 qui effraie.
Étymologie: ὄκνος.