κλόπιος
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
α, ον, (κλώψ)
A thievish, artful, μῦθοι Od.13.295; χείρ AP9.249 (Maec.); ὁδός APl.4.123.
German (Pape)
[Seite 1456] diebisch, listig, verstohlen; λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od. 13, 294; χείρ Qu. Maec. 10 (IX, 249); στείχειν κλοπίην ὁδόν, von Dieben, Ep. ad. 289 (Plan. 123).
Greek (Liddell-Scott)
κλόπιος: -α, -ον, (κλὼψ) κλοπικός, δόλιος, ἔχων τάσιν πρὸς τὴν κλοπὴν ἢ τὴν ἀπάτην, μῦθοι Ὀδ. Ν. 295· χεὶρ Ἀνθ. Π. 9. 249, Πλανούδ. 4. 123.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
fourbe, artificieux.
Étymologie: κλοπή.