μεθοδεύω
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
aor. with double augm.
A ἐμεθώδευσα D.L.8.83: pf. Pass. μεμεθώδευμαι Eust.1325.32: (μέθοδος):—treat or practise by rule or method, τέχνην Phld.Rh.1.31 S., Ph. ap. Eus.PE8.14, cf. D.H. Th.19, D.S.1.15; τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μ. ib.81; τέχνας D.H. 2.28:—Pass., Ph.1.212. 2 deal with, i.e. remove, avert an impending misfortune, PMag.Leid.W.16.13. 3 c. acc. pers., defraud, 'get round', Just.Nov.115.5.1:—Pass., ib.124.3; γυνὴ -εύεται ἐπαίνοις Charito 7.6:—abs. in Act., employ craft, LXX 2 Ki.19.27:—in Med., Plb.38.12.10, Arg.D.47. 4 Medic., treat, 'doctor', in Pass., Orib.Fr.74, Paul.Aeg.6.26: metaph., πᾶς λίβανος δολοῦται τῇ . . ῥητίνῃ -ευομένῃ (v.l. -ευόμενος) Dsc.1.68. 5 collect, exact a tax or debt, Cod.Just.10.19.9.1, 1.3.38.2.
German (Pape)
[Seite 113] eigtl. nachgehen, verfolgen, μετέρχεσθαι erkl. Hesych., Sp., bes. einen Gegenstand kunstgemäß, nach den Regeln, methodisch abhandeln, D. Hal. iud. Thuc. 19; γεωμέτρου τὴν ἀλήθειαν ἐκ τῆς ἐμπειρίας μεθοδεύσαντος, D. Sic. 1, 81; πῶς μεθοδεύεται γυνή, 7, 16, wie eine Frau zu behandeln, ihr beizukommen ist; dah. von den Rednern auch = durch rhetorische Kunstgriffe überlisten, betrügen, so im med., Pol. 38, 4, 10; vgl. argum. Dem. or. 47; Rhett. u. a. Sp., wie Charit. 7, 6; μεμεθώδευμαι führt Eust. 1325, 32 an.
Greek (Liddell-Scott)
μεθοδεύω: ἀόριστός τις μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἐμεθώδευσα εὕρηται ἐν Διογ. Λ. 8. 83· καὶ παθ. πρκμ. μεμεθώδευμαι ἐν Εὐστ. 1325. 32· (μέθοδος). Ποιῶ τι κατὰ μέθοδον, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 1. 15, 81, κτλ. 2) μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 27)· καὶ ἐν μέσ. τύπῳ, Πολύβ. 38. 4, 13· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ. κυβερνῶ, διοικῶ· Παθ., γυνὴ μεθοδεύεται ἐπαίνοις Χαρίτων 7. 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεθοδεύει· μετέρχεται ἢ διέρχεται».
French (Bailly abrégé)
1 suivre de près, à la piste ; fig. poursuivre d’une manière régulière et méthodique, faire avec méthode, acc.;
2 suivre par des voies détournées ; capter, tromper, séduire;
Moy. user de ruses, particul. d’artifices oratoires.
Étymologie: μέθοδος.