προσεργάζομαι
English (LSJ)
A work besides, μηδὲν τοῖς δεδραμένοις E.HF1013; τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι Plu.Per.31; ἀγαθὰ π. τινί do good service to one besides, Hdt.6.61 (nisi leg. προ-) ; ὠμότατον π. τινά Plu.CG 17. 2 make, earn in addition, X.HG3.1.28, PCair.Zen.5c9.13 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 762] (s. ἐργάζομαι), noch dazu arbeiten, thun, ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῖς δεδραμένοις, Eur. Herc. Fur. 1012; dazu erwerben od. gewinnen, Plut. Nic. et Crass. 4; – ἀγαθά τινι, Einem Gutes dazu erzeigen, Her. 6, 61. – Bei Plut. C. Graech. 17 noch dazu umbringen.
Greek (Liddell-Scott)
προσεργάζομαι: ἀποθ., ἐργάζομαι προσέτι, μηδὲν τοῖς δεδραμένοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1013· τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι Πλουτ. Περικλ. 31· ― ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, κάμνω καλὴν ὑπηρεσίαν πρὸς τινα προσέτι, Ἡρόδ. 6. 61. 2) κάμνω ἢ κερδαίνω προσέτι, ἐπὶ πλέον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
1 faire ou accomplir en outre : τί τινι qch pour qqn ; ajouter à, appliquer à : χρυσίον ἀγάλματι PLUT appliquer de l’or à une statue;
2 acquérir ou se procurer en outre par son travail.
Étymologie: πρός, ἐργάζομαι.