ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Full diacritics: ἀκροβελής | Medium diacritics: ἀκροβελής | Low diacritics: ακροβελής | Capitals: ΑΚΡΟΒΕΛΗΣ |
Transliteration A: akrobelḗs | Transliteration B: akrobelēs | Transliteration C: akrovelis | Beta Code: a)krobelh/s |
ές,
A with point at end, AP6.62 (Phil.).
ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.
ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.