στρομβώδης

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρομβώδης Medium diacritics: στρομβώδης Low diacritics: στρομβώδης Capitals: ΣΤΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: strombṓdēs Transliteration B: strombōdēs Transliteration C: stromvodis Beta Code: strombw/dhs

English (LSJ)

   A v. στρομβοειδής.

German (Pape)

[Seite 955] ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρομβώδης: -ες, ἴδε στρομβοειδής.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στρόμβος
1. στρομβοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη
σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ' αυτά.