χαμαικλινής
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ές,
A lying on the ground, lying flat, κάλαμοι Megasth.13; creeping, καυλοί Dsc. 4.71.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικλῐνής: -ές, ὁ χαμαὶ κλίνων, καλάμους μῆκος μὲν τριάκοντα ὀργυιῶν τοὺς ὀρθίους, τοὺς δὲ χαμαικλινεῖς πεντήκοντα Στράβ. 710.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που κλίνει προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγ-κλινής].