ὑψιπετής

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπετής Medium diacritics: ὑψιπετής Low diacritics: υψιπετής Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΣ
Transliteration A: hypsipetḗs Transliteration B: hypsipetēs Transliteration C: ypsipetis Beta Code: u(yipeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A fallen from heaven, Παλλάδιον Eust.1520.62, cf. Suid.    2 lofty, ἀμπτάμενος οὐράνιον ὑ. ἐς μέλαθρον E.Hec.1101 (lyr.).    3 v. foreg. fin.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτω), ὁ ἐκ τοῦ ὕψους, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσών, Εὐστ. 1520. 60, Σουΐδ.· πρβλ. Διϊπετής· ― καθόλου, οὐράνιον ὑψ. ἐς μέλαθρον Εὐρ. Ἑκ. 1100, πρβλ. τὸ τῆς σημερινῆς «οὐρανοκατέβατος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 309, 310.

Greek Monolingual

ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, -ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α
αυτός που πετάει στα ύψη
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ»].