γοητεία

From LSJ
Revision as of 19:26, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητεία Medium diacritics: γοητεία Low diacritics: γοητεία Capitals: ΓΟΗΤΕΙΑ
Transliteration A: goēteía Transliteration B: goēteia Transliteration C: goiteia Beta Code: gohtei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A witchcraft, jugglery, γ. καὶ μαγεία Gorg.Hel.10, cf. Pl. Smp.203a: metaph., οὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ γ. τις Id.R.584a, Andronic. Rhod.p.573 M., etc.; ἀπάτη καὶ γ. Plb.4.20.5, cf. Luc.Nigr.15; γ. τῆς ὑποκρίσεως D.S.1.76; ἡδονῆς δι' ὀμμάτων Plu.2.961d: in a milder sense, 'finesse', Cic.Att.9.13.4; ἡ τῆς φύσεως γ. the magic of Nature, Plot.4.4.44.

German (Pape)

[Seite 500] ἡ, Zauberei, Gaukelei, Betrügerei; Plat. Conv. 202 e ἐπῳδὰς καὶ μαντείαν πᾶσαν καὶ γ., vgl. Legg. XI, 932; καὶ μαγεῖαι Plut. superst. 12; vom Redner Din. 1, 66. Nach VLL. ἐπὶ τῷ ἀνάγειν νεκρὸν δι' ἐπικλήσεως, ὅθεν εἴρηται ἀπὸ τῶν γόων καὶ τῶν θρήνων τῶν περὶ τοὺς τάφους γενομένων, letztes schwerlich richtig, vgl. μαγεία u. φαρμακεία. Auch Sp., meist in bösem Sinne; καὶ ἀπάτη Pol. 4, 20, 5; vgl. 15, 17, 2; = ἀπάτη καὶ ψευδολογία Luc. Nigr. 15; ἡ τῆς φύσεως γ., wo der Mensch nicht mit klarem Bewußtsein handelt, Plotin. in Villois. Anecd. II p. 236; in gutem Sinne, Zauberer, nach Plut. sol. anim. 3 p. 143 ἡδονῆς τῷ μὲν δι' ὤτων ὄνομα κήλησίς ἐστι, τῷ δὲ δι' ὀμμάτων γοητεία.

Greek (Liddell-Scott)

γοητεία: ἡ, (γοητεύω) μαγεία, μαγγανεία, ἀπάτη, Πλάτ. Συμπ. 203Α, Πολ. 584Α, κτλ.· μεταφ., γ. τῆς ὑποκρίσεως Διόδ. 1. 76· ἡδονῆς δι’ ὀμμάτων ὄνομα, γοητεία Πλούτ. 2. 961D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fascination ; charlatanisme, imposture.
Étymologie: γοητεύω.