ὠνή
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
Aeol. ὄννα IG11(2).1064 (ii B. C.), ἡ, (cf. ὦνος)
A buying, purchasing, ὠ. καὶ πρῆσις buying and selling, Hdt.1.153, cf. Hyp.Ath.5, S. Fr.909, Pl.R.371d, Sph.223d; ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος D.33.8, cf. Pl.Lg. 849b; δἰ ὠνῆς Plu.2.753d; διὰ τὴν ὠ. Luc.Ind.16; ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Pl.Prt.314a. 2 purchase, bargain, E.Cyc.150. II contract for the farming of taxes or other sources of revenue, ὠνὰς πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.73, cf. 92, Plu.Alc.5; τοὶ πριάμενοι τὰν ὠνὰν σίτου, οἴνου, τετραπόδων, SIG1000.4,5,6 (Cos, i B. C.); τρὶς ἀναπραθείσης τῆς ὠ. IPE12.32A53 (Olbia, iii B. C.); ὠνὰς omnium venditas, of the proceeds of local taxes, Cic.Att.5.16.2. 2 in Dor. Inscrr. (also in Arg.D.37 (pl.)), deed of sale, contract, ἁ ὠνὰ παρὰ Ξενοκράτη Δελφόν GDI1715, al. (Delph., ii B. C.); ὠνὰν τὰν ἐν τῷ ἱαρῷ ἀναγεγραμμέναν ib.1764 (ibid., ii B. C.); τᾶς ὠ. τὸ ἀντίγραφον IG9(1).331.5 (Chaleion, ii B. C.). III purchase-money, price, εἰς . . τῶν ὅπλων τὴν ὠ. παρέσχε τρισμυρίας δραχμάς Lys.19.43; ἐπέθηκε τῇ ὠ. τάλαντον Plu.Alc. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνή: ἡ, (ὦνος) τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγορά, Λατ. emptio, ὠνὴ καὶ πρᾶσις, ἀγορὰ καὶ πώλησις, Ἡρόδ. 1. 153, Σοφ. Ἀποσπ. 756, Πλάτ. Πολ. 371D, Σοφιστ. 223D· ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος Δημ. 894. 27, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 849Β· δι’ ὠνῆς Πλούτ. 2. 753D· οὕτως, ὠνῇ Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 25· διὰ τὴν ὠ. αὐτόθι 16· ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Πλάτ. Πρωτ. 314Α. 2) ἀγορά, προσφορὰ τιμῆς, διαπραγμάτευσις πρὸς ἀγοράν, «παζάρευμα», Εὐρ. Κύκλ. 150. ΙΙ. ἐπὶ μισθώσεως τῶν δημοσίων φόρων καὶ δασμῶν, ὠνὴν πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου Ἀνδοκ. 10. 6, πρβλ. 12. 28, Πλουτ. Ἀλκιβ. 5· ἴδε ὠνέομαι Ι. 2. 2) ἐν Δωρ. Ἐπιγραφαῖς, ἔγγραφον πωλήσεως, συμβόλαιον, τὰν ὠνὰν φυλάσσει .. Συλλ. Ἐπιγρ. 1756 (ἴδε Böckh), πρβλ. Curt. Anecd. Delph. σ. 38· πλῆρες: τᾶς ὠνᾶς τὸ ἀντίγραφον Συλλ. Ἐπιγρ. 1607. ΙΙΙ. τὰ πρὸς ἀγορὰν χρήματα, ἡ τιμή, ὅπλων ὠνὴν παρασχεῖν τρισμυρίας δραχμὰς Λυσίας 155. 37· ἐπέθηκε τῆ ὠνῇ τάλαντον Πλουτ. Ἀλκ. 5.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 achat, emplette ; particul. ferme, fermage;
2 prix d’un achat ou d’un fermage.
Étymologie: ὦνος.