Ἀρμενία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A Armenia, ἡ μεγάλη and ἡ μικρά Str.11.12.3 and 4 sq., cf. App.Mith.105:—Adj. Ἀρμένιος, α, ον, Armenian: also Ἀρμενιακός, ή, όν, Str.11.14.12: -κόν, τό, apricot, Prunus Armeniaca, Dsc. 1.115, Gal.6.593 (also Ἀρμενική (sc. μηλέα) Id.12.76): -κὸς λίθος limestone coloured blue by copper carbonate, Id.5.105; χρυσόκολλα Ἀ. Dsc.5.89.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀρμενία: ἡ, χώρα ἐν Ἀσίᾳ διαιρουμένη εἰς μεγάλην καὶ μικρὰν Ἀρμενίαν, Στράβ. 521, 527, κἑξ., πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 105: - Ἀρμένιος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἔθνος τῶν Ἀρμενίων, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὡς ἐπίθ., προσέτι καὶ Ἀρμενιακός, ή, όν, Στράβ. 530: - Ἀρμενιστὶ ἐπίρρ. κατὰ τὸν Ἀρμενιακὸν τρόπον, ἐσκευάσθαι ὁ αὐτ. 500.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Arménie, contrée d’Asie.