ὀπτασία
From LSJ
English (LSJ)
(A), ἡ
A, (ὀπτάζομαι) vision, AP6.210 codd. (Philet.; v. ὁπλισία), LXX Es.4.17, Ev.Luc.1.22 ; simply, appearance, LXX Ma.3.2, Si. 43.2.
ὀπτᾰσία (B), ἡ, prob. scribal error for ὀπτάνιον, PHolm.9.39.
German (Pape)
[Seite 363] ἡ, = ὄψις, Gesicht, Anblick; Philet. 1 (VI, 210); N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὄψις, ὅραμα, ὀπτασία, Ἀνθ. Π. 6. 210, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue, spectacle.
Étymologie: ὀπτάζω.