βοτανικός
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
ή, όν,
A of herbs, φάρμακα Plu.2.663c; ἡ β. παράδοσις the science of herbal remedies, Dsc.1 Praef.1:—τὰ -κά Id.2 Praef.; β. ἰατρός herbalist, Gal.Thras.24; -κοί, οἱ, herb-gatherers, Id.14.9.
German (Pape)
[Seite 455] Kräuter betreffend, φάρμακα βοτανικά, aus Kräutern bereitet, Plut. Symp. 4, 1; ἡ βοτανική, Pflanzenkunde, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνικός: -ή, -όν, ἐκ χόρτου, ἐκ βοτανῶν, φάρμακα Πλούτ. 2. 663C· ἡ β. παράδοσις, ἡ βοτανολογία, Διοσκ. προοιμ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
préparé avec des plantes (remède).
Étymologie: βοτάνη.