Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: μετακῑνητός | Medium diacritics: μετακινητός | Low diacritics: μετακινητός | Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ |
Transliteration A: metakinētós | Transliteration B: metakinētos | Transliteration C: metakinitos | Beta Code: metakinhto/s |
ή, όν,
A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.