κτηνωδία

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

German (Pape)

[Seite 1519] ἡ, das Viehische, die Viehmäßigkeit, bes. viehische Dummheit, Brutalität, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνωδία: ἡ, τό κτηνῶδες, Γεώργ. Πισίδ. περὶ Ματ. 72.

Greek Monolingual

και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) κτηνώδης
η κατάσταση του κτηνώδους
νεοελλ.-μσν.
ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά.