κλειτορίς
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A clitoris, Ruf.Onom.111, etc. II a'gem, Ps.-Plu.Fluv.25.5.
German (Pape)
[Seite 1448] ίδος, ἡ, ein hervorragender, fleischiger Theil in den weiblichen Geschlechtstheilen, der Kitzler; Poll. 2, 174, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κλειτορίς: -ίδος, ἡ, «τὸ ἐν μέσῳ (τοῦ γυναικείου αἰδοίου) σκαῖρον σαρκίον» Πολυδ. Β΄, 174, πρβλ. τὰς λέξ. μύρτον καὶ ἐπίδερις.
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
sorte de pierre.
Étymologie:.
2ίδος (ἡ) :
t. médic. clitoris ; τὸ σχίσμα τῆς γυναικός Hesych..
Étymologie: DELG κλείω.