κοπίζω
From LSJ
αἱ δεύτεραί πως φροντίδες σοφώτεραι → somehow second thoughts are wiser, the second thoughts are invariably wiser, second thoughts are best
English (LSJ)
(A), (κόπις A)
A talk idly, lie, Hsch.
κοπίζω (B),
A celebrate the κοπίς (κοπίς (B) 11), Ath.4.138f.
German (Pape)
[Seite 1482] (ἡ κοπίς), die lacedämonische Festmahlzeit κοπίς feiern, mitschmausen, Ath. IV, 138 f. (ὁ κόπις), windbeuteln, lügen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοπίζω: μέλλ. -ίσω, (κόπις, ὁ,) ψευδολογῶ, ψεύδομαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κοπίζω (Α) κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα.———————— (II)
κοπίζω (Α) κοπίς
εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.