ῥοιβδέω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοιβδέω Medium diacritics: ῥοιβδέω Low diacritics: ροιβδέω Capitals: ΡΟΙΒΔΕΩ
Transliteration A: rhoibdéō Transliteration B: rhoibdeō Transliteration C: roivdeo Beta Code: r(oibde/w

English (LSJ)

   A move with a whistling or rustling sound, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος letting the swelling aegis rustle (as she flies), A.Eu.404: intr., of wind, whistle, ῥοιβδήσας Εὖρος AP7.636 (Crin.).    II suck down, of Charybdis, Od.12.106; κῦμα δ' ἐρροίβδει μέγα σύνεγγυς ἡμῶν Ezek.Exag.237, cf. Aristid.Or.46(3).38.    2 cause to gush forth, ὅταν . . κρηναῖον ἐξ ἄμμοιο-ήση γάνος Lyc.247. (In signf. 11 ῥυβδέω shd. perh. be written, cf. ἀναρροιβδέω; signf. 1 is found also in ἀπορροιβδέω, ἐπιρροιβδέω.)

German (Pape)

[Seite 847] mit Geräusch einschlürfen, von der Charybdis, Od. 12, 106; übh. = ῥοιζέω; ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, Aesch. Eum. 382, mit Geräusch schwingen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοιβδέω: μέλλ. -ήσω, ὡς τὸ ῥοφέω, ῥοφῶ μετὰ θορύβου, ἐπὶ τῆς Χαρύβδεως, μὴ σύγε κεῖθι τύχοις, ὅτε ῥοιβδήσειν Ὀδ. Μ. 106, Τραγ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 445C, Ἀνθ. Π. 7. 636· πρβλ. ἀναρροιβδέω. 2) κάμνω ὥστε νὰ ἐκρεύσῃ, ἐξορμήση, κρηναῖον ἐξ ἄμμου γάνος Λυκόφρ. 247. ΙΙ. ὡς τὸ ῥοιζέω (πρβλ. ῥοῖβδος), κινοῦμαι μετὰ θορυβώδους ἤχου, ῥοιβδοῦσα κόλπον αἰγίδος, ποιοῦσα τὴν κολπουμένην αἰγίδα νὰ θορυβῇ (ἐν ᾧ αὐτὴ πέτεται), Αἰσχύλ. Εὐμ. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐρροίβδησα;
1 intr. s’engloutir en sifflant en parl. de Charybde;
2 tr. agiter avec bruit, acc..
Étymologie: ῥοῖβδος.