ἡδύοδμος
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
[ῠ], Dor. ἁδ-, ον,=
A ἡδύοσμος, οἶνος Hp.Mul.1.34; ἔαρ Simon.74.
German (Pape)
[Seite 1153] ion. = ἡδύοσμος, dor. ἁδ., Simonid. bei Ar. Av. 1410.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύοδμος: -ον, Δωρ. ἁδ-, ον, = ἡδύοσμος, Ἱππ. 603, 32· ἔαρ Σιμων. 121.
Greek Monolingual
ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, -ον (Α)
ηδύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ-οδμος, πολύ-οδμος].