νεοσύλλεκτος

From LSJ
Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσύλλεκτος Medium diacritics: νεοσύλλεκτος Low diacritics: νεοσύλλεκτος Capitals: ΝΕΟΣΥΛΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: neosýllektos Transliteration B: neosyllektos Transliteration C: neosyllektos Beta Code: neosu/llektos

English (LSJ)

ον, = sq., D.H.8.13, 11.23, J.BJ1.17.1, Plu.Caes.25.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.

Greek Monolingual

και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτηςτάγμα νεοσυλλέκτων»).