νεοσύλλεκτος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, = sq., D.H.8.13, 11.23, J.BJ1.17.1, Plu.Caes.25.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, eben erst gesammelt, angeworben; στρατιά, D. Hal. 8, 13; Plut. Caes. 25.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσύλλεκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Διονύσ. Ἁλ. 8. 13., 11. 23, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 1.
Greek Monolingual
και νεοσύλλεχτος, -η, -ο (Α νεοσύλλεκτος, -ον)
αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεοσύλλεκτος και η νεοσύλλεκτη
(ειδικά) αυτός που μόλις κατατάχθηκε για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία ως οπλίτης, ναύτης ή σμηνίτης («τάγμα νεοσυλλέκτων»).