σπινθηροβόλος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

German (Pape)

[Seite 922] Funken werfend, sprühend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθηροβόλος: -ον, ἐκπέμπων σπινθῆρας, Ἰω. Χρυσ.· -σπινθηροβολέω, Βυζ.

Greek Monolingual

-α, -ο / σπινθηροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εκπέμπει σπινθήρες
νεοελλ.
φρ. α) «σπινθηροβόλο σκότωμα»
ιατρ. ενδοπτικό φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται εμφάνιση σκοτεινής κηλίδας με τεθλασμένο φωτεινό περίγραμμα στο οπτικό πεδίο του ενός ή και τών δύο ματιών
β) «σπινθηροβόλο πνεύμα» — άτομο με υψηλή ευφυΐα, με ανώτερη διανοητικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀστραπη-βόλος.