ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Full diacritics: μελᾰνόκωλος | Medium diacritics: μελανόκωλος | Low diacritics: μελανόκωλος | Capitals: ΜΕΛΑΝΟΚΩΛΟΣ |
Transliteration A: melanókōlos | Transliteration B: melanokōlos | Transliteration C: melanokolos | Beta Code: melano/kwlos |
ον,
A black-limbed, Zonar.
μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.
μελανόκωλος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].