ἀμπλάκημα

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

German (Pape)

[Seite 129] τό, Vergehen, Fehler, Tragg., Aesch. Pr. 112; Eum. 894, wo Herm. ἀπλ. lesen will; uno sonst; Soph. Ant. 51 im plur.; Eur. Phoen. 23; auch Lyc. bei Plut. apoph. Lac. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκημα: τό, πλάνη, σφάλμα, ἁμάρτημα, Αἰσχύλ. Πρ. 112, 386, κτλ., Σοφ. Ἀντ. 51, κτλ. - Ποιητ. λέξις, ἣν μεταχειρίζεται ὁ Λυκοῦργος παρὰ Πλουτ. 2. 226Ε: - ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου, ἀπλάκημα Αἰσχύλ. Εὐμ. 934.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀμπλακία.