ῥούδιον
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
τό,= κλύσμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον, Aët.16.64.
German (Pape)
[Seite 849] τό, späte Form statt ῥοίδιον, Lob. zu Phryn. 87.
Greek (Liddell-Scott)
ῥούδιον: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ῥοίδιον, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ῥοείδιον].