ἀπογίγνομαι

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογίγνομαι Medium diacritics: ἀπογίγνομαι Low diacritics: απογίγνομαι Capitals: ΑΠΟΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apogígnomai Transliteration B: apogignomai Transliteration C: apogignomai Beta Code: a)pogi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later Att. ἀπογίνομαι, fut. -γενήσομαι:—

   A to be away from, have no part in, τῆς μάχης Hdt.9.69; τῶν ἁμαρτημάτων Th.1.39; to be freed from, κακῶν ἀπογεγονότες J.AJ19.2.2.    II abs., to be taken away, opp. προσγίγνομαι, Zeno Eleat.2, Pl.Ti.82b, Lg.850a; ἀπεγίγνετο οὐδέν . . προσεγίγνετο δέ Th.2.98: generally, to be away, absent, Antipho 2.3.5, Pl.Phd.69b, D.8.35: ἀπό τινος Aeschin.2.126; of diseases, opp. προσπίπτω, Hp.Morb.Sacr.1 (dub. 1.).    2 esp. of death, ἀ. ἐκ τῶν οἰκίων depart from the house, die out of it, Hdt.2.85; ἀπογενέσθαι alone, to be dead, ib.136, cf.IG9(1).334.37 (Locr.), Ocell.1.14; οἱ ἀπογενόμενοι the dead, Th.2.34; ὁ ὕστατον αἰεὶ ἀ. he who died last, Hdt.6.58. cf.5.4; οἱ ἀπογιγνόμενοι the dying, Th.2.51, Hdt.3.111.    3 fall away, be lost, Th.5.74; opp. ἐκβλαστάνω, Paus.5.12.1.    III arrive at, ἀ. δωδεκαταῖος Hp.Epid. 4.11.    IV turn out, become, τράχηλος σκληρὸς ἀ. ib.12 (dub. l.); νωθροὶ ἀ. Id.Prorrh.1.117 (dub.1.).    V ἀ. τὸ ἕκτον μέρος εἰς τρίχας καὶ αἷμα goes into, is consumed in forming .., Arist.HA595b1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογίγνομαι: Ἰων. καὶ παρὰ μετεγεν. Ἀττ. -γίνομαι: μέλλ. -γενήσομαι: εἶμαι μακρὰν ἀπὸ…, δὲν ἔχω μέρος ἔν τινι, τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 69· τῶν ἁμαρτημάτων Θουκ. 1. 39. ΙΙ. ἀπολ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσγίγνομαι, Πλάτ. Τίμ. 82Β, Νόμ. 850Α· ἀπεγίγνετο οὐδὲν…, προσεγίγνετο δὲ Θουκ. 2. 98: καθόλου, εἶμαι μακράν, ἀπουσιάζω, Ἀντιφῶν 118. 21, Πλάτ. Φαίδων 69Β, Δημ. 98. 24· ἀπό τινος Αἰσχίν. 44. 42· ἐπὶ νόσων, ἀντιτίθεται τῷ προσπίπτω, Ἱππ. 302. 33. 2) ἰδίως ἐπὶ θανάτου, τοῖσι ἂν ἀπογένηται ἐκ τῶν οἰκηΐων ἄνθρωπος, ἀποθάνῃ, Ἡρόδ. 2. 85· καὶ μόνον, ἀπογενέσθαι = ἀποθανεῖν, αὐτόθι 136, Θουκ. 5. 74· οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀποθανόντες, Θουκ. 2. 34· τὸν ὕστατον αἰεὶ ἀπογενόμενον τῶν βασιλέων, τὸν ἀεὶ τελευταῖον ἀποθανόντα τῶν βασιλέων, Ἡρόδ. 6. 58· ὁ ἀπογινόμενος, ὁ ἀποθνήσκων, ὁ αὐτ. 5. 4, Θουκ. 2. 51, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 111. 3) ἀπέρχομαι, ἀπόλλυμαι, πορευομένῳ δὲ αὐτῷ ἀπεγίγνετο μὲν οὐδὲν τοῦ στρατοῦ εἰ μή τι νόσῳ «οὐδεὶς τῶν στρατιωτῶν ἀπώλλυτο ἢ ἀνεχώρει ἀπὸ τῆς ἐκστρατείας, εἰ μή τις ἀπέθνησκε νόσῳ» (Δούκας) Θουκ. 2, 98· ἀντίθετον τῷ ἐκβλαστάνω, Παυσ. 5. 12, 1. ΙΙΙ. φθάνω εἰς…, ἀπ. δωδεκαταῖος Ἱππ. 1122Ε. IV. καταντῶ, γίνομαι, ἀποβαίνω, Λατ. evado, σκληρὸς ἀπ. αὐτόθι G· νωθροὶ ἀπ. ὁ αὐτ. Προρρ. 77. V. ἀπ. τὸ ἕκτον μέρος εἰς τρίχας καὶ αἷμα, μεταβαίνει εἰς…, ἢ καταναλίσκεται πρὸς σχηματισμὸν…, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπογενήσομαι, ao.2 ἀπεγενόμην, etc.
I. être absent;
II. se tenir à l’écart de, ne pas prendre part à, gén.;
III. s’en aller :
1 mourir ; οἱ ἀπογενόμενοι THC les morts;
2 se perdre.
Étymologie: ἀπό, γίγνομαι.