μέλλημα

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλλημα Medium diacritics: μέλλημα Low diacritics: μέλλημα Capitals: ΜΕΛΛΗΜΑ
Transliteration A: méllēma Transliteration B: mellēma Transliteration C: mellima Beta Code: me/llhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A delay, in pl., E.IA818, Aeschin.3.72, Plu.Nic. 21.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Zögerung, Aufschub; οὐδὲ ἀναμένειν τὰ τῶν Ἑλλήνων μελλήματα, Aesch. 3, 72; Plut. Nic. 21 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέλλημα: τό, (μέλλω) βραδύτης, ἀργοπορία· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀργοπορίαι, Εὐρ. Ι. Α. 818, Αἰσχίν. 64. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
retard, délai, lenteur.
Étymologie: μέλλω.

Greek Monolingual

μέλλημα, τὸ (Α) μέλλω
χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.).