προακούω
English (LSJ)
A hear beforehand, τι Hdt.2.5, 5.86, etc.; τῶν ἐνυπνίων Plb.10.5.5; περί τινος D.22.35; προακηκόεε ὅτι . . Hdt.8.79; προακηκοότες ὡς εἶχε how matters stood, Id.6.16; of a horse, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν X.Cyr.4.3.21.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἀκούω), vorher, voraus hören; προακήκοε ὅτι, Her. 8, 79; Dem. 24, 17 u. öfter; προακηκοότες καὶ ἐν τοῖς πρόσθεν, Plat. Legg. VII, 797 a; οἱ προακηκοότες τῶν ἐνυπνίων, Pol. 10, 5, 5; Sp., wie Plut. u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰκούω: μέλλ. -ακούσομαι, ἀκούω πρότερον, τι Ἡρόδ. 2. 5., 5. 86, κτλ.· τινὸς Πολύβ. 10. 5, 5· περί τινος Δημ. 604. 7· ὡσαύτως, προακήκοε ὅτι... Ἡρόδ. 8. 79· προακηκοότες ὡς εἶχε, πῶς εἶχον τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. 6. 16· ― ἐπὶ ἵππου, τοῖς ὠσὶ προακούοντα σημαίνειν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
ao. προήκουσα, pf. προακήκοα, etc.
entendre ou apprendre d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀκούω.
English (Strong)
from πρό and ἀκούω; to hear already,i.e. anticipate: hear before.