κνηκίς

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνηκίς Medium diacritics: κνηκίς Low diacritics: κνηκίς Capitals: ΚΝΗΚΙΣ
Transliteration A: knēkís Transliteration B: knēkis Transliteration C: knikis Beta Code: knhki/s

English (LSJ)

ῖδος, ἡ,

   A pale spot, esp. in the heavens, Call.Fr.anon.36; κ. νεφώδεις Cleom.2.1 (pl.), cf. Plu.2.581f, Anon.Intr.Arat.p.126 M.    II pale-coloured antelope, Hsch.    III fine skin, Id.    IV = μελανία, Id.

German (Pape)

[Seite 1460] ίδος, ἡ, ein falber, bleicher Fleck, bes. ein Wölkchen am Himmel, Suid., das Sturm verheißt, διαδρομὴ κνηκίδος ἀραιᾶς Plut. gen. Socr. 12. – Auch ein Fleck auf dem Auge u. eine Gazellenart, Hesych., wo κνῆκις steht.

Greek (Liddell-Scott)

κνηκίς: ῖδος, ἡ, ὠχρὰ κηλίς, ἰδίως ἐν τῷ οὐρανῷ, ὠχρὸν καὶ ἀμαυρὸν νέφος, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ., Πλούτ. 2. 581F. ΙΙ. ὠχρὸν ἔχουσα τὸ χρῶμα ἔλαφος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. λαμπρὸν δέρμα ἢ ἐπιδερμίς, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
nuage jaunâtre ; orage, ouragan.
Étymologie: κνηκός.

Greek Monolingual

κνηκίς, -ίδος, ή (AM) κνήκος
1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό
2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα
3. φρ. «κνηκίς ελαφος» — ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα.