πιλητός
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
ή, όν,
A made of felt, κτήματα Pl.Ti.74b, Gal.UP6.4; στολαί Agatharch.20; φοινικίδες D.S.17.115; θώρακες Anon. ap. Suid. s.v. πίλοις. II generally, compressible, Arist.Mete.385a17, 387a15.
German (Pape)
[Seite 615] 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητός: -ή, -όν, (πιλέω) πεποιημένος ἐκ πιλημάτων, κτήματα Πλάτ. Τίμ. 74Β· φοινικίδες Διόδ. 17. 115· θώρακες Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἔρια π., συμπεπιεσμένα, Νεμέσ. περὶ Φύσ. Ἀνθρ. σ. 261. 13· πρβλ. πιλωτός. ΙΙ. καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ἅπερ ὅταν πιεσθῶσι δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὸ πρότερον αὐτῶν σχῆμα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλαστικά, πιλητὰ ὅσα τῶν πιεστῶν μόνιμον ἔχει τὴν πίεσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5., 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de laine foulée.
Étymologie: πιλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]
1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση
2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός.