κατορρωδέω

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορρωδέω Medium diacritics: κατορρωδέω Low diacritics: κατορρωδέω Capitals: ΚΑΤΟΡΡΩΔΕΩ
Transliteration A: katorrōdéō Transliteration B: katorrōdeō Transliteration C: katorrodeo Beta Code: katorrwde/w

English (LSJ)

Ion. καταρρ- (q. v.),

   A fear, dread, c. acc., Plb. 14.1.5, Luc.Dem.Enc.3: abs., to be afraid, μή . . Plb.10.3.5, cf. Onos.11.3.

Greek (Liddell-Scott)

κατορρωδέω: Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι μεγάλως, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. frissonner de peur;
2 tr. trembler devant, acc..
Étymologie: κατά, ὀρρωδέω.

Greek Monotonic

κατορρωδέω: Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. -ήσω,
I. φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. απόλ., φοβάμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση φόβου, στον ίδ.