ἐξελευθεροστομέω
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
strengthd. for ἐλευθ-, S.Aj.1258.
German (Pape)
[Seite 876] freimüthig heraussagen, Soph. Ai. 1237.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελευθεροστομέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐλευθεροστομέω, θαρσῶν ὑβρίζεις κἀξελευθεροστομεῖς Σοφ. Αἴ. 1258.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
parler librement.
Étymologie: ἐξελεύθερος, στόμα.
Greek Monotonic
ἐξελευθεροστομέω: μέλ. -ήσω, είμαι πολύ «ελεύθερος» στα λόγια, είμαι αθυρόστομος, σε Σοφ.