σηκάζω
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
(σηκός)
A shut up in a pen, καί νύ κε σήκασθεν (for ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον ἠΰτε ἄρνες Il.8.131; ὥσπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες X.HG 3.2.4; σηκάζειν πυρούς τε καὶ ἀστάχυας κατ' ἀλωάς Orph.Fr.268.
German (Pape)
[Seite 873] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
Greek (Liddell-Scott)
σηκάζω: (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ κλείω ἐν αὐτῇ, ὅθεν καθόλου, ἐγκλείω εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», περικλείω, σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
enfermer dans un parc ou dans une étable, parquer.
Étymologie: σηκός.