περσεύς

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source

German (Pape)

[Seite 603] ὁ, ein Fisch, Ael. H. A. 3, 28.

French (Bailly abrégé)

έως (ἡ) :
sorte de poisson de la mer Rouge.
Étymologie: DELG ?

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό προέρχεται από το ανθρωπωνύμιο Περσεύς. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. σχηματισμένη κατά τα ονόματα σε -εύς. Κατ' άλλους, τέλος, το ψάρι περσεύς ταυτίζεται με ένα είδος ψαριού που στα αραβικά ονομάζεται bohar. Ο τ. περσεύς εμφανίζει και παράλληλο τ. πέρσος].