προσανάβασις
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English (LSJ)
poet. προσάμβ-, εως, ἡ,
A going up, ascent, LXXJo.15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); κλίμακος προσαμβάσεις a ladder's means of ascent, A.Th.466, E.Ph.1173; πηκτῶν κλιμάκων π. ib.489, Ba.1213; τειχέων π. place where they may be approached, Id.Ph.744; δωμάτων π. steps leading to the house, Id.IT97.
German (Pape)
[Seite 748] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. προσάμβασις; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
προσανάβᾰσις: ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― ἀνάβασις, ἄνοδος, Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, ἀνάβασις διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. αὐτόθι 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., τόπος ἔνθα δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, μέρος ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. πρόσβασις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ascension ; au pl. κλίμακος προσαμβάσεις poét. ESCHL degrés d’une échelle.
Étymologie: προσαναβαίνω.
Greek Monotonic
προσανάβᾰσις: ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική πορεία, άνοδος, ανάβαση, κλίμακος προσαμβάσεις, άνοδος με σκάλα, δηλ. πολιορκητική σκάλα, ανεμόσκαλα, σε Αισχύλ., Ευρ.· προσανάβασις, σε Ευρ.· τειχέων προσανάβασις, σημείο όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων προσανάβασις, δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο σπίτι, στον ίδ.