τοπογράφος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογράφος Medium diacritics: τοπογράφος Low diacritics: τοπογράφος Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: topográphos Transliteration B: topographos Transliteration C: topografos Beta Code: topo/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A topographer, D.S.31.18.

German (Pape)

[Seite 1129] einen Ort, eine Gegend beschreibend, die Lage, die Gränzen eines Ortes, einer Gegend bezeichnend, bestimmend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογράφος: [ᾰ], ὁ, ἀσχολούμενος εἰς τοπογραφίαν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
topographe.
Étymologie: τόπος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνολ. τεχνολόγος επιστήμονας ασχολούμενος με γενικές και ειδικές τοπογραφικές εργασίες, όπως είναι η κάθε τύπου χαρτογράφηση, η χάραξη τεχνικών έργων κ.ά.
αρχ.
αυτός που περιγράφει έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -γράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topographer].