κυνοτρόφος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοτρόφος Medium diacritics: κυνοτρόφος Low diacritics: κυνοτρόφος Capitals: ΚΥΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kynotróphos Transliteration B: kynotrophos Transliteration C: kynotrofos Beta Code: kunotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A keeping dogs, Ctes.Fr.62.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοτρόφος: ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui élève des chiens.
Étymologie: κύων, τρέφω.

Greek Monolingual

κυνοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος)].