καταπενθέω
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A bewail, AP7.618, LXXEx.33.4.
German (Pape)
[Seite 1369] betrauern, beklagen, Ep. ad. 510 (VII, 618); LXX.
Greek (Liddell-Scott)
καταπενθέω: λίαν πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ πένθος, θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. πάτρα Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pleurer sur, déplorer, acc..
Étymologie: κατά, πενθέω.