εὔκερως

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκερως Medium diacritics: εὔκερως Low diacritics: εύκερως Capitals: ΕΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: eúkerōs Transliteration B: eukerōs Transliteration C: eykeros Beta Code: eu)/kerws

English (LSJ)

ων, contr. for

   A εὐκέραος, ἄγρα S.Aj.64; [τράγος] Herod. 8.17: neut. pl., τὰ εὔκερω Max.Tyr.35.7: acc. pl. εὐκέρωτας Gp.18.1.3:—poet. ἠΰκερος, Μήνη Doroth. ap. Heph.Astr.3.30.

German (Pape)

[Seite 1074] ωτος, wohl gehörnt, ἄγρα Soph. Ai. 64. 290, beidemal im accus., s. ἠΰκ. u. εὐκέραος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκερως: -ων, συνῃρ. ἀντὶ εὐκέραος· γεν. εὐκέρωτος Γεωπ. 18. 1, 3.

French (Bailly abrégé)

ας, ων;
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κέρας.

Greek Monolingual

-ων (Α εὔκερως, -ων και ασυναίρ. εὐκέραος, -ον, μτγν. τ. εὐκεράως, -ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος)
νεοελλ.
ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
επίρρ...
εὐκεράως (Α)
με ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κερως, (< κέρας), πρβλ. ά-κερως, μονό-κερως].