συγκαθιδρύω

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθιδρύω Medium diacritics: συγκαθιδρύω Low diacritics: συγκαθιδρύω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΔΡΥΩ
Transliteration A: synkathidrýō Transliteration B: synkathidryō Transliteration C: sygkathidryo Beta Code: sugkaqidru/w

English (LSJ)

   A set up or dedicate with, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.); οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17 (Sparta), cf. Str.9.2.29.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθιδρύω: στήνω, ἱδρύω, ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.

French (Bailly abrégé)

consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu’à un autre.
Étymologie: σύν, καθιδρύω.

Greek Monolingual

Α καθιδρύω
1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου
2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῑς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).