συγκαθιδρύω
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
set up with or dedicate with, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Plu.2.44d, cf. IG7.271 3.50 (Acraeph., i A.D., -καθειδρ-), Jul.Or.4.150d:—Pass., POxy. 1256.14 (iii A.D.); οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοί IG5(1).497.17 (Sparta), cf. Str.9.2.29.
German (Pape)
[Seite 963] (s. ἱδρύω), zugleich niedersetzen, zugleich weihen, τῇ Ἀφροδίτῃ τὸν Ἑρμῆν, Plut. praec. conj. prooem., de aud. 13.
French (Bailly abrégé)
consacrer une fondation en même temps ; τινί τινα à un dieu en même temps qu'à un autre.
Étymologie: σύν, καθιδρύω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαθιδρύω: ставить (воздвигать) вместе, устанавливать рядом (τὸν Ἑρμῆν τῇ Ἀφροδίτῃ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκαθιδρύω: στήνω, ἱδρύω, ἀφιερώνω εἴς τινα, τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν Πλούτ. 2. 44Ε. -Παθ., οἱ συγκαθιδρυμένοι θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1444. 6, πρβλ. Στράβ. 411.
Greek Monolingual
Α καθιδρύω
1. ιδρύω κάτι προς τιμή κάποιου
2. αφιερώνω κάτι σε κάποιον («ἀλλὰ καὶ τὸν Ἑρμῆν ταῖς Χάρισιν οἱ παλαιοὶ συγκαθίδρυσαν», Πλούτ.).