μαίνη
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ἡ,
A Maena vulgaris, a small sprat-like fish, which was salted, AP9.412 (Phld.); cf. μαινομένη.
Greek (Liddell-Scott)
μαίνη: maena, μικρὸς θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῆς ἀφύης ἁλατιζόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 412· - μεταγεν., μαινομένα, ἡ, ἴδε Ἀλέξ. Τραλλ. 12. 8, καὶ Δουκάγγ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mendole, petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois.
Étymologie: DELG pas d’étym. - μαίνη > lat. maena > lat. pop. maenula > prov. amendolla > fr. mendole.
Greek Monolingual
η (Α μαίνη)
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω meni, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. menb, λιθουαν. menkė, λεττον. menza). Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. μαίνομαι δηλώνοντας ένα «τρελό» ψάρι που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (πρβλ. λ. μαινομένη)].