ἴχνος
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
εος, τό,
A track, footstep, Od.17.317, Hes.Op.680, Hdt.4.82; of the spoor of game, X.Cyn.6.15, etc.: metaph., track, trace, κατ' ἴχνος πλατᾶν ἄφαντον A.Ag.695 (lyr.); ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν . . λόγων ἴ. Id.Pr.845; ἴ. κακῶν ῥινηλατούσῃ Id.Ag.1184; ἴ. παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας S. OT109; ἴ. τειχέων E.Hel.108; ἴχνη τῶν πληγῶν Pl.Grg.524c; τὰ τῶν κονδύλων ἴ. Aeschin.3.212: with neg., not a trace, μαζῶν οὐδὲ ἴχνη Aret.SD1.8; ἴ. ποδὸς θεῖναι, Lat. vestigia ponere, E.IT752, cf. Or.234; θέσθαι AP7.464 (Antip.); λεπτὸν ἴ. ἀρβύλης τίθετε step softly, E.Or.140 (lyr.); ἴ. ἐπαντέλλειν ποδός Id.Ph.105 (lyr.); ἴ. ἐρείδειν AP5.300 (Paul. Sil.); ἐν ἴχνεσί τινος πόδα νέμειν (metaph.) Pi.N.6.15; ἰχνῶν τινος ἔχεσθαι Lib.Or.64.4; τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς πίστεως Ep.Rom.4.12; κατ' ἴχνος ᾄσσειν, κατ' ἴχνη διώκειν, S.Aj.32, Pl.R.410b, cf. E.Hec.1059 (lyr.); εἰς ἴχνος τινὸς ἰέναι Pl.Ep.330e; ἴ. μετιέναι, μετελθεῖν, Id.Phdr.276d, Tht.187e; ἴχνους προσάπτεσθαι hit upon a trail, Id.Plt.290d; τοῖς ἀρχαίοις ἴ. ἐς τὰ θεμέλια χρωμένους Jul.Or.2.66b; ἴχνη ὑποψίας εἴς τινα φέρει Antipho 2.3.10; μήτ' ἴ. μήτ' αἴθυγμα . . παραδιδόντων Phld.Sign.29, cf. Rh.1.91 S. 2 poet., foot, E.Ba.1134, Herod.7.20. 3 hard sole of the foot, LXX De.11.24,al., Gal.10.876, Orib.47.9.7; sole of a shoe, Hp.Art.62,Arr.Ind.16.5; sandal, POxy.1449.51 (pl., iii A.D.). 4 τὰ ἴ. τῶν χειρῶν the palms of the hands, LXX 1 Ki.5.4. 5 ἴ. ἀνθρώπινον, as a measure of length, Ruf.Anat.31. 6 track, route in the desert, PRyl.197.8 (ii A.D.). 7 pl., representations of footprints as votive offerings indicating the presence of a God, ἀνέθηκαν . . κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ ἐνέργιαν ἴχνη αὐτοῦ χρύσεα τέσσερα BCH51.106 (Panamara), etc.
German (Pape)
[Seite 1277] τό, Fußspur, Fußtapfen, Spur, Fährte; Od. 17, 317 von einem Jagdhunde καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, er verstand sich aufs Spüren; so im plur. auch Hes. O. 682 u. Pind. P. 10, 12 N. 6, 15; παλαιὸν ἐς ἴχνος μετέσταν Aesch. Suppl. 633, der auch übertr. sagt ἴχνος τὸ πρόσθεν οὐ διαστρέψω ποδός, des Sinnes Pfad, ib. 995; εἰς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος Prom. 847; ἴχνη νεοχάρακτα Soph. Ai. 6; ποῦ εὑρεθήσεται ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας; O. R. 109; λεπτὸν ἴχνος ἀρβύλης τιθεῖτε, tretet leise auf, Eur. Or. 140, wie ἴχνος ποδὸς θεῖναι I. T. 752; ὡς οὐδ' ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές Hel. 109; sogar = Fuß, ἴχνος αὐταῖς ἀρβύλαις Bacch. 1134; οἶδε τὰ ψυλλῶν ἴχνη Ar. Nubb. 821; sp. D., ὑπ' ἴχνεσι διώκειν Dionys. 2; ἴχνος τίθεσθαι ἐπ' ήϊόνι Antip. Sid. 104 (VII, 464); in Prosa, sowohl im eigtl. Sinne, Xen. Cyn. 6, 15 u. öfter, Plat. Polit. 290 d, als übertr., ταύτῃ ἰτέον ὡς τὰ ἴχνη τῶν λόγων φέρει Rep. II, 365 d, ταὐτὸν ἴχνος μετιέναι, derselben Spur nachgehen, d. i. dasselbe thun, Phaedr. 276 d, τὰ ἴχνη τῆς ὑποψίας εἰς τοῦτον φέρει Antiph. 2 γ 10. – Bei Hippocr. die Sohle, die man unter den Fuß band; auch Absätze, Hacken an den Schuhen.