ἀκατάληπτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληπτος Medium diacritics: ἀκατάληπτος Low diacritics: ακατάληπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: akatálēptos Transliteration B: akatalēptos Transliteration C: akataliptos Beta Code: a)kata/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A that cannot be reached or touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11. Adv. -τως Sch.Il.17.75.    II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀ. τῆς γοητείας Vett. Val.238.25.    2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168.    3 not comprehending or attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. -τως, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: ἀ, καταλαμβάνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -λημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.Pasch.105
I 1inasible, inalcanzableἔλαφος Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11.
2 mús. no tocado, no hecho vibrar ὑπάτη Arist.Pr.921b23.
3 que no puede ser dominado ἀκρώρεια πολεμίοις I.BI 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.
II fil.
1 que no puede ser captado o conocido realmente, incognoscible, inaprensible, incomprensible οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.Acad.Ind.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ ἀνεκδιήγητος καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1Ep.Clem.33.3
inabarcable de las estrellas πλῆθος Chrysipp.Stoic.2.168.
2 fil. estoica incapaz de conocimiento real, no comprensivo ἀ. φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.Stoic.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f
neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2
c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Vit.12.15B.
III adv. -ως
1 inalcanzablemente, inasiblemente Sch.Bek.Il.17.75.
2 incomprensiblemente ἀ. ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.